τετραετεῖς

τετραετεῖς
τετραετής
four years old
masc/fem acc pl
τετραετής
four years old
masc/fem nom/voc pl (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τετραετής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή 1. αυτός που διαρκεί τέσσερα χρόνια: Τετραετείς σπουδές. 2. αυτός που έχει ηλικία τεσσάρων ετών: Τετραετές κοριτσάκι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”